αψίθυμος

αψίθυμος
η , ο [ος , ον ] раздражительный, вспыльчивый, гневный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αψίθυμος" в других словарях:

  • αψίθυμος — και αψόθυμος, η, ο οξύθυμος, ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αψίθυμος < αψύς + θυμός, ενώ ο τ. αψόθυμος, αν δεν είναι απευθείας από το αψός (μεταπλασμένος τ. του αψύς), σχηματίζεται επίσης από το αψίθυμος με το χαρακτηριστικό φωνήεν της συνθέσεως ο ] …   Dictionary of Greek

  • αψίθυμος — η, ο επίρρ. α οξύθυμος, ευερέθιστος, αψύς: Αψίθυμος καθώς ήταν, άναψε και κόρωσε στη στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αψιθυμία — Ισχυρή διατάραξη του θυμικού από εξωτερικές παραστάσεις ή ερεθίσματα. Εκδηλώνεται με ερυθρίαση ή ωχρίαση, ανικανότητα κυριαρχίας, σπασμωδικές συσπάσεις του προσώπου κ.ά. Γενικά το άτομο που κατέχεται από α. χάνει την ψυχική του ισορροπία και τον… …   Dictionary of Greek

  • αψόθυμος — η, ο βλ. αψίθυμος …   Dictionary of Greek

  • γαμψός — ή, ό (AM γαμψός, ή, όν) κυρτός, αγκυλωτός αρχ. (για πτηνά) ο γαμψώνυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω* «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < *γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ …   Dictionary of Greek

  • κακόχολος — η, ο 1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος 2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χολος (< χολή), πρβλ. πικρό χολος] …   Dictionary of Greek

  • κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… …   Dictionary of Greek

  • λειψός — ή, ό (Μ λειψός, ή, όν) 1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη, ελλιπής, λιγοστός, μη πλήρης 2. (για πρόσ.) ατελής στο σώμα ή στο πνεύμα, σωματικά ή διανοητικά ανάπηρος νεοελλ. 1. (για βρέφος) αυτός που γεννήθηκε πρόωρα 2. ατελής («μού κανες λειψή… …   Dictionary of Greek

  • οξυθυμίας — ὀξυθυμίας, ὁ (Α) ευερέθιστος, οξύθυμος, ευέξαπτος, αψίθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύθυμος + κατάλ. ίας] …   Dictionary of Greek

  • οξύθυμος — η, ο (Α ὀξύθυμος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον α) η ιδιότητα τού οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία β) είδος τού φυτού θύμος.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»